- οφικληίς
- Χάλκινο ρευστό μουσικό όργανο. Έχει τρύπες που κλείνουν με πώματα, τα οποία ανυψώνονται με μοχλούς που ονομάζονται κλειδιά. Επινοήθηκε περίπου το 1800 σε αντικατάσταση του ξύλινου οφίαυλου, ο οποίος συνόδευε τους ψάλτες στην εκκλησία. Υιοθετήθηκε από τις στρατιωτικές μπάντες για τα ισχυρά μπάσα της, που ωστόσο δεν έχουν μεγάλη ακρίβεια. Στα μέσα του 19ου αι. αντικαταστάθηκε στις ορχήστρες από την τούμπα.
Dictionary of Greek. 2013.